αγιοποιήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

αγιοποιήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αγιοποιώ
  2. θα αγιοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αγιοποιώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

αγιοποιήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αγιοποίηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.