αγγλίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγγλίζω < Άγγλ(ος) + -ίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /aŋˈɡli.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγγλίζω

Ρήμα

αγγλίζω, συνήθως στο ενεστωτικό θέμα (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά

  • αγγλίζων, αγγλίζουσα, αγγλίζον (λόγια μετοχή)

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.