αγαθοφέρνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αγαθοφέρνω < αγαθο- + -φέρνω

Ρήμα

αγαθοφέρνω, πρτ.: αγαθόφερνα μόνο στο ενεστωτικό θέμα (ελλειπτικό ρήμα χωρίς παθητική φωνή)

Συνώνυμα

  • χαζοφέρνω
  • κουτοφέρνω

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αγαθοφέρνω αγαθόφερνα θα αγαθοφέρνω να αγαθοφέρνω αγαθοφέρνοντας
β' ενικ. αγαθοφέρνεις αγαθόφερνες θα αγαθοφέρνεις να αγαθοφέρνεις αγαθόφερνε
γ' ενικ. αγαθοφέρνει αγαθόφερνε θα αγαθοφέρνει να αγαθοφέρνει
α' πληθ. αγαθοφέρνουμε αγαθοφέρναμε θα αγαθοφέρνουμε να αγαθοφέρνουμε
β' πληθ. αγαθοφέρνετε αγαθοφέρνατε θα αγαθοφέρνετε να αγαθοφέρνετε αγαθοφέρνετε
γ' πληθ. αγαθοφέρνουν(ε) αγαθόφερναν
αγαθοφέρναν(ε)
θα αγαθοφέρνουν(ε) να αγαθοφέρνουν(ε)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.