αβυζαλέο ντεκολτέ

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.


Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αβυζαλέο ντεκολτέ < αβυζαλέο, αβυσσαλέο, ουδέτερο του αβυσσαλέος, λογοπαικτικό, κατά το βυζί & ντεκολτέ

Έκφραση

αβυζαλέο ντεκολτέ ουδέτερο

  • (σκωπτικό) λέγεται για ένα βαθύ ντεκολτέ που ακολουθείται από πολύ μικρό στήθος
    χρειάζεται παράθεμα πηγή και τεκμηρίωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.