αβανία

Τσακωνικά (tsd)

Ετυμολογία

αβανία < αβάνης αραβική ς προέλευσης

Προφορά

ΔΦΑ : /a.vaˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αβανία

Ουσιαστικό

αβανία αρσενικό

  • η συκοφαντία
    μ' εξεζ̌ίαϊ ταν αβανία σ' ενίου
    με συκοφάντησαν λείπει η μετάφραση κατά λέξη

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.