αβανία
Τσακωνικά (tsd)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.vaˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐νί‐α
Ουσιαστικό
αβανία αρσενικό
- η συκοφαντία
- ↪ μ' εξεζ̌ίαϊ ταν αβανία σ' ενίου
- με συκοφάντησαν → λείπει η μετάφραση κατά λέξη
- ↪ μ' εξεζ̌ίαϊ ταν αβανία σ' ενίου
Πηγές
- Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.