ήμαρτον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ήμαρτον < αρχαία ελληνική ἥμαρτον, από τον αόριστο β΄ του αρχαίου ρήματος ἁμαρτάνω (αμάρτησα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.maɾ.ton/
Επιφώνημα
ήμαρτον
- χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παραδοχή ενός λάθους ή για να ζητήσουμε συγνώμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.