άχροα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άχροα < άχροος + -α < αρχαία ελληνική ἄχροος / ἄχρους
Μεταφράσεις
άχροα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
άχροα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του άχροος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.