άνηκαν

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ni.kan/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άνηκαν
τονικό παρώνυμο: ανήκαν

Ρηματικός τύπος

άνηκαν

  • (προφορικό) μορφή του ανήκαν, α' πρόσωπο πληθυντικού οριστικής παρατατικού του ρήματος ανήκω
      ανακαλύφθηκαν και 18 ιδιοκτησιακοί τίτλοι που αφορούσαν χωράφια αμπελιού, τα οποία άνηκαν σε Οθωμανούς
    Νίκος Πιτσιακίδης, άρθρο Συκιές. Η ιστορία τους σε βιβλίο. (τύποι του ανήκω greeklanguage.gr)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.