άλλως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άλλως < αρχαία ελληνική ἄλλως
Επίρρημα
άλλως (τροπικό)
- αλλιώς, αλλιώτικα, αλλοτρόπως, με διαφορετικό τρόπο
- διαφορετικά, σε αντίθετη περίπτωση
Εκφράσεις
- ούτως ή άλλως: έτσι κι αλλιώς, σε κάθε περίπτωση
- άλλως πως: κάπως διαφορετικά
Μεταφράσεις
άλλως
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.