Χασαπόπουλλος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Χασαπόπουλλος < Χασαπ(όπουλος) με κατάληξη -όπουλλος από … → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Χασαπόπουλλος αρσενικό (θηλυκό Χασαποπούλλου)
- (ιδιωματικό, Πόντος, Κύπρος, και αλλού) ανδρικό επώνυμο, ιδιωματική μορφή του Χασαπόπουλος
Συγγενικά
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Chasapopoullos, Hasapopoullos
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.