Φούσκου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Φούσκου < γενική ενικού του αρσενικού Φούσκος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfu.sku/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φούσκου

Κύριο όνομα

Φούσκου θηλυκό, άκλιτο

Μεταγραφές


Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Φούσκου αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.