Φιλοσόφου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Φιλοσόφου < ενδεχομένως από τη λόγια γενική ενικού του αρσενικού ονόματος Φιλόσοφος (ως πατρωνυμικό) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /fi.loˈso.fu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φι‐λο‐σό‐φου
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Φιλοσόφου αρσενικό
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.