Τυφωεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
Tῠφωευ- Συγκρίνετε με το Τῡφῶν.
ονομαστική Τυφωεύς
      γενική τοῦ Τυφωέως
      δοτική τῷ Τυφωεῖ
    αιτιατική τὸν Τυφωέ
     κλητική ! Τυφωεῦ
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Τυφωεύς:  δείτε τη λέξη Τυφῶν

Κύριο όνομα

Τυφωεύς αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.