Τυφάων
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | Τυφάων | ||
| γενική | τοῦ | Τυφάονος | ||
| δοτική | τῷ | Τυφάονῐ | ||
| αιτιατική | τὸν | Τυφάονᾰ | ||
| κλητική ὦ! | ...? | |||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα. | ||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'γείτων' - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Τυφάων < Τυφῶν
Κύριο όνομα
Τυφάων, -ονος αρσενικό (Τῠφάων)
- (θεωνύμιο, ελληνική μυθολογία) ασυναίρετος επικός τύπος του Τυφῶν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.