Ταξιαρχιώτη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ταξιαρχιώτη < γενική ενικού του αρσενικού Ταξιαρχιώτης

Κύριο όνομα

Ταξιαρχιώτη θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.