Ταξιάρχαι
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οἱ | Ταξιάρχαι | ||||||
| γενική | τῶν | Ταξιαρχῶν | ||||||
| δοτική | τοῖς | Ταξιάρχαις | ||||||
| αιτιατική | τοὺς | Ταξιάρχας | ||||||
| κλητική ὦ! | Ταξιάρχαι | |||||||
| Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Κύριο όνομα
Ταξιάρχαι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- (καθαρεύουσα) ονομασία οικισμών της Ελλάδας (νεοελληνική ονομασία: Ταξιάρχες)
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Taxiarchai
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.