Σουνιέρακος

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Σουνιέρακος
      γενική τοῦ Σουνιεράκου
      δοτική τῷ Σουνιεράκ
    αιτιατική τὸν Σουνιέρακον
     κλητική ! Σουνιέρακε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σουνιέρακος < Σούνι(ον) + ἰερακ- (ἰέραξ) + -ος, το γεράκι του Σουνίου

Κύριο όνομα

Σουνιέρακος αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.