Ραφαήλ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ραφαήλ < (άμεσο δάνειο) εβραϊκή רפאל (=ο θεός θεραπεύει)

Κύριο όνομα

Ραφαήλ αρσενικό άκλιτο (θηλυκό: Ραφαέλα)

  1. ανδρικό όνομα
  2. (χριστιανισμός) ένας από τους Αρχαγγέλους της Χριστιανικής Θρησκείας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.