Ρήνη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ρήνη < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Ρήνη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα υποκοριστικό της Ειρήνης
  2. (ελληνική μυθολογία) νύμφη

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.