Πύλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Πύλος
      γενική της Πύλου
    αιτιατική την Πύλο
     κλητική Πύλε
(Πύλο)
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πύλος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Πύλος θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.