ΠτΔ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΠτΔ < Πρόεδρος της Δημοκρατίας
Συντομομορφή
ΠτΔ αρκτικόλεξο
- (πολιτική) το ανώτατο πολιτικό αξίωμα της Ελλάδας
- ※ η ΠτΔ μετέβη στο στρατιωτικό κοιμητήριο, τον Τύμβο Μακεδονίτισσας, όπου ενημερώθηκε για την ιστορία του σημείου και της περιοχής. (Παντιάς Ζαχαριάδης, Την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Κύπρου συναντά σήμερα η ΠτΔ Αικ. Σακελλαροπούλου, ΕΡΤ, 22 Σεπτεμβρίου 2020)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.