Παππάζογλου
Νέα ελληνικά (el)
Κύριο όνομα
Παππάζογλου αρσενικό ή θηλυκό
- (παρωχημένο) ελληνικό επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο), άλλη γραφή του Παπάζογλου (προκύπτει από τη γραφή παππάς, αντί παπάς)
- ※ Ευρέθησαν εντεϋθεν έτοιμοι (β) εις την ευκαιρίαν του 1769, προδιατεθείσαν δια του απεσταλμένου Παππάζογλου […] (από το βιβλίο του Ιωάννη Φιλήμονος, Δοκίμιον ιστορικόν περί της Φιλικής Εταιρείας [Ναύπλιο, 1834] (Αθήνα: Εκδόσεις Καραβία, χ.χ.), σ. 78)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.