Παπανικολάου

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Παπανικολάου < παπα- + Νικολάου

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.pa.ni.koˈla.u/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Παπανικολάου

Κύριο όνομα

Παπανικολάου αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.