Πανορμῖτις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Πανορμῖτις
      γενική τῆς Πανορμίτιδος
      δοτική τῇ Πανορμίτιδ
    αιτιατική τὴν Πανορμῖτιν
     κλητική ! Πανορμῖτι
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Πανορμῖτις < Πάνορμ(ος) + -ῖτις

Κύριο όνομα

Πανορμῖτις θηλυκό

Συγγενικά

  • Πανορμῖται

 και δείτε τις λέξεις Πάνορμος και πάνορμος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.