Παλαιοχώριον
Νέα ελληνικά (el)
| καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | Παλαιοχώριον | τὰ | Παλαιοχώρια | ||||
| γενική | τοῦ | Παλαιοχωρίου | τῶν | Παλαιοχωρίων | ||||
| δοτική | τῷ | Παλαιοχωρίῳ | τοῖς | Παλαιοχωρίοις | ||||
| αιτιατική | τὸ | Παλαιοχώριον | τὰ | Παλαιοχώρια | ||||
| κλητική ὦ! | Παλαιοχώριον | Παλαιοχώρια | ||||||
| Συνήθως στον ενικό | ||||||||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
- Παλιοχώρι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.