Οδυσσέως
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Οδυσσέως (πατρωνυμικό) < λόγια γενική ενικού σε -έως Ὀδυσσέως του αρχαίου ονόματος Ὀδυσσεύς
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Odysseos. κλασική μεταγραφή: Odysseōs
Πηγές
- Οδυσσέως σελ.43 - Παναγιώτα Δαλακούρα (2020), Τα επώνυμα της Καβάλας. Γλωσσολογική προσέγγιση. Mεταπτυχιακή διπλωματική εργασία. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. DOI, pdf.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.