Ξενοφών
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Ξενοφών < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ξενοφῶν
Κύριο όνομα
Ξενοφών αρσενικό (κλιτικοί τύποι από την αρχαία κλίση στο Ξενοφῶν)
- αρχαίο ανδρικό όνομα, ο Ξενοφώντας
Μεταφράσεις
Ξενοφών
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.