Νταουλτζή
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Νταουλτζή < γενική ενικού του αρσενικού Νταουλτζής
Προφορά
- ΔΦΑ : /da.ulˈd͡zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ντα‐ουλ‐τζή
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Daoultzi
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.