Νεῖλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- Νεῖλος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Νεῖλος αρσενικό
- ποταμός της Αιγύπτου που αναφέρεται πρώτα στον Ηρόδοτο που χαρακτηρίζει την Αίγυπτο «δώρο του ποταμού»
- ※ ὅστις γε σύνεσιν ἔχει, ὅτι Αἴγυπτος, ἐς τὴν Ἕλληνες ναυτίλλονται, ἐστὶ Αἰγυπτίοισι ἐπίκτητός τε γῆ καὶ δῶρον τοῦ ποταμοῦ
- → λείπει η μετάφραση
- Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2.Ευτέρπη,5
- ※ ὁ γὰρ δὴ Νεῖλος ἀρξάμενος ἐκ τῶν Καταδούπων ῥέει μέσην Αἴγυπτον σχίζων ἐς θάλασσαν. μέχρι μέν νυν Κερκασώρου πόλιος ῥέει εἷς ἐὼν ὁ Νεῖλος, τὸ δὲ ἀπὸ ταύτης τῆς πόλιος σχίζεται τριφασίας ὁδούς
- → λείπει η μετάφραση
- Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2.Ευτέρπη,17.3
- στον Όμηρο ονομάζεται: Αἴγυπτος
- ※ ὅστις γε σύνεσιν ἔχει, ὅτι Αἴγυπτος, ἐς τὴν Ἕλληνες ναυτίλλονται, ἐστὶ Αἰγυπτίοισι ἐπίκτητός τε γῆ καὶ δῶρον τοῦ ποταμοῦ
- ανδρικό όνομα
Συγγενικά
- Νειλαιεύς
- Νειλαῖος
- Νειλεῖον (ναός)
- Νειλοβροχέω
- Νειλόβροχος
- Νειλογενής
- Νειλοκαλάμη
- Νειλομέτριον
- Νειλοθερής
- Νειλόρυτος
- Νειλοσκοπεῖον
- Νειλωΐς. Νειλωίς
- Νειλῷος
- Νειλώτης
Πηγές
- Νεῖλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Νεῖλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.