Νεοχώριον

Νέα ελληνικά (el)

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ Νεοχώριον τὰ Νεοχώρια
      γενική τοῦ Νεοχωρίου τῶν Νεοχωρίων
      δοτική τῷ Νεοχωρί τοῖς Νεοχωρίοις
    αιτιατική τὸ Νεοχώριον τὰ Νεοχώρια
     κλητική ! Νεοχώριον Νεοχώρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Κύριο όνομα

Νεοχώριον ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.