Μισοχωρίτη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Μισοχωρίτη < γενική ενικού του αρσενικού Μισοχωρίτης
- Μισοχωρίτου
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Misochoriti
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Μισοχωρίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Μισοχωρίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.