Μαυρίκιος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Μαυρίκιος < λατινική Mauricius

Προφορά

ΔΦΑ : /maˈvɾi.ci.os/

Κύριο όνομα

Μαυρίκιος αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. όνομα ενός αυτοκράτορα του Βυζαντίου
  3. κράτος στον Ινδικό Ωκεανό, ανατολικά της Μαδαγασκάρης
  4. (συνεκδοχικά) το νησί του Ινδικού Ωκεανού στο οποίο βρίσκεται αυτό το κράτος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.