Λοκροί

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Λοκροί
      γενική τῶν Λοκρῶν
      δοτική τοῖς Λοκροῖς
    αιτιατική τοὺς Λοκρούς
     κλητική ! Λοκροί
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λοκροί < πληθυντικός αριθμός του Λοκρός

Ουσιαστικό

Λοκροί αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  • (εθνικό όνομα) οι κάτοικοι της Λοκρίδας, ως έθνος κατά τους κλασικούς χρόνους που διακρίνονταν σε τρία επιμέρους γένη: οι Ὀπούντιοι, οι Ἐπικνημίδιοι και οι Ὀζόλαι, από δε τους τελευταίους προέρχονταν οι Ἐπιζεφύριοι στη Κάτω Ιταλία

Συγγενικά

Πηγές

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.