Κοτύωρα
Νέα ελληνικά (el)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- Κοτύωρα < αρχαία ελληνική Κοτύωρα
Κύριο όνομα
Κοτύωρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία) αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, που ιδρύθηκε από αποίκους της Σινώπης
- παλιότερη, ιστορική ονομασία στα ελληνικά της πόλης της Τουρκίας Ορντού (στον Πόντο), στη θέση της ομώνυμης αρχαίας πόλης
-
Ορντού στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πηγές
- «KOTYORA (Ordu) Pontus, Turkey», The Princeton Encyclopedia of Classical Sites (Πρίνστον: Princeton University Press, 1976)· στο: perseus.tufts.edu, πρόσβαση: 2020-12-02.
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
- Κοτύωρα < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
Κοτύωρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιστορία) αρχαία ελληνική πόλη στον Πόντο
- ※ ἐντεῦθεν δὴ τὰ ξένια ἐδέξαντο, καὶ ὡς διὰ φιλίας πορευόμενοι δύο ἡμέρας ἀφίκοντο εἰς Κοτύωρα πόλιν Ἑλληνίδα, Σινωπέων ἄποικον (Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις, 5.5.3)
- Τότε λοιπόν δέχτηκαν τα δώρα και βαδίζοντας δυο μέρες μέσα σ᾽ αυτόν τον τόπο, σαν να είχαν φιλικές σχέσεις, έφτασαν στα Κοτύωρα, μια ελληνική πόλη που ήταν αποικία των Σινωπέων (μετάφραση Γεώργιου Δ. Ζευγώλη· διαθέσιμη στο: greek-language.gr, πρόσβαση: 2020-12-02)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.