Κομισιόν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Κομισιόν < γαλλική Commission (européenne) < λατινική commissio < committo < cum + mitto
Προφορά
- ΔΦΑ : /ko.miˈsçon/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κο‐μι‐σιόν
Κύριο όνομα
Κομισιόν θηλυκό άκλιτο
- (πολιτική) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θεσμικό εκτελεστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
-
Κομισιόν στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.