Ισπανοί
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /i.spaˈni/
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Ισπανοί | ||
| γενική | των | Ισπανών | ||
| αιτιατική | τους | Ισπανούς | ||
| κλητική | Ισπανοί | |||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ισπανοί αρσενικό πληθυντικός
- (εθνωνύμιο) των Ισπανών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.