Ισοκράτης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ισοκράτης < αρχαία ελληνική Ἰσοκρατής

Ουσιαστικό

Ισοκράτης αρσενικό

  1. ανδρικό όνομα
  2. ρήτορας στην Αρχαία Αθήνα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.