Θείο Πάθος
Νέα ελληνικά (el)
Πολυλεκτικός όρος
Θείο Πάθος ουδέτερο
- (θρησκεία) τα τελευταία γεγονότα και η σταύρωση του Ιησού Χριστού, η ανάμνηση των οποίων τιμώνται από τους Χριστιανούς ιδιαίτερα τη Μεγάλη Εβδομάδα.
- η κατανυκτική ψυχική κατάσταση των πιστών που συμμετέχουν στις θρησκευτικές εκδηλώσεις της Μεγάλης Εβδομάδας
Μεταφράσεις
Θείο Πάθος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.