Θε
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Θε αρσενικό (και θε)
- (προφορικό) άλλη μορφή του Θεέ, κλητική ενικού του Θεός, στην αναφώνηση - επίκληση Θε μου[1]
- ※ κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε να κλαίνε να κλαίνε | Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά | Τί θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τί θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
- Μίλτος Σαχτούρης, ποίημα «Πορτοκαλιά» (απόσπ.)· διαθέσιμο στο Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας· πρόσβαση: 2020-12-13.
- ※ κι όλοι, Θε μου, να κλαίνε να κλαίνε να κλαίνε | Κι ύστερα χρήματα χρήματα χρήματα πολλά | Τί θλιβερός χειμώνας, Θε μου! Τί θλιβερός χειμώνας, Θε μου!
Αναφορές
- «Λημματικός τύπος: ‘θε’», “Ανεμόσκαλα: Συμφραστικοί πίνακες λέξεων για μείζονες Νεοέλληνες ποιητές”. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας· πρόσβαση: 2020-12-13.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.