Θε

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

Θε αρσενικό (και θε)

Αναφορές

  1. «Λημματικός τύπος: ‘θε’», “Ανεμόσκαλα: Συμφραστικοί πίνακες λέξεων για μείζονες Νεοέλληνες ποιητές”. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας· πρόσβαση: 2020-12-13.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.