Θέσπεια

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Θέσπει
      γενική τῆς Θεσπείᾱς
      δοτική τῇ Θεσπεί
    αιτιατική τὴν Θέσπειᾰν
     κλητική ! Θέσπει
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Θέσπεια <  δείτε τη λέξη Θεσπιαί

Κύριο όνομα

Θέσπεια θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.