Θάνου
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Θάνου < γενική ενικού του αρσενικού Θάνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθa.nu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Θά‐νου
-
Βασιλική Θάνου στη Βικιπαίδεια
(γ. 1950), Ελληνίδα δικαστικός, υπηρεσιακή Πρωθυπουργός της Ελλάδας
Μεταγραφές
- κυριλλικοί χαρακτήρες: Тану, Фану
- λατινικοί χαρακτήρες: Thanou
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.