Ζεπ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

Ζεπ < (μεταγραφή) γερμανική Sepp

Μεταγραφή

Ζεπ αρσενικό, άκλιτο

  • γερμανικό ανδρικό όνομα, χαϊδευτικό του Josef (Ιωσήφ)
      Η ανακοίνωση της ανακωχής που υπέγραψε ο στρατηγός Τσολάκογλου με τον υποστράτηγο Ζεπ Ντίτριχ της LSSAH (20 Απριλίου) προκάλεσε ανάμικτα συναισθήματα στις καταπονημένες ελληνικές μονάδες (ιστότοπος Μηχανή του Χρόνου, απόσπασμα από το βιβλίο του Ν. Γιαννόπουλου Το ξεχασμένο «Όχι»· πρόσβαση: 2021-06-11)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.