ΕΣΣΟ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΕΣΣΟ < Εκπαιδευτική Σειρά Στρατευσίμων Οπλιτών
Συντομομορφή
Ε.Σ.Σ.Ο. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο
- (στρατιωτικός όρος) εκπαιδευτική σειρά (ομάδα) με την οποία ένας στρατεύσιμος μπαίνει στο στράτευμα
- ※ Λόγω της 24ωρης απεργίας στα μέσα μεταφοράς, μέχρι τις 15 Νοεμβρίου η κατάταξη με τη 2012 ΣΤ ΕΣΣΟ των στρατευσίμων που επρόκειτο να παρουσιασθούν σήμερα.
- Ως τις 15 Νοεμβρίου η κατάταξη των στρατευσίμων της 2012 ΣΤ ΕΣΣΟ, Η Καθημερινή, 6 Νοεμβρίου 2012
- ※ Λόγω της 24ωρης απεργίας στα μέσα μεταφοράς, μέχρι τις 15 Νοεμβρίου η κατάταξη με τη 2012 ΣΤ ΕΣΣΟ των στρατευσίμων που επρόκειτο να παρουσιασθούν σήμερα.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.