ΕΠΕ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ΕΠΕ < : Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈpe/
Συντομομορφή
Ε.Π.Ε. θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο
- (οικονομία, νομικός όρος) → δείτε τη λέξη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης
- ΛΤΔ (Κύπρος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.