ΕΛΑΣ

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈlas/

Ετυμολογία 1

ΕΛΑΣ < Ελληνική Αστυνομία

Συντομομορφή

ΕΛΑΣ θηλυκό άκλιτο ακρωνύμιο

Ετυμολογία 2

ΕΛΑΣ < Εθνικός ΛΑϊκός Σχηματισμός

Συντομομορφή

Ε.ΛΑ.Σ. αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο

  • (πολιτική): σύγχρονο ελληνικό πολιτικό κόμμα

Ετυμολογία 3

ΕΛΑΣ < Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός

Συντομομορφή

ΕΛΑΣ αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο

  • ανταρτική οργάνωση κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στρατιωτικό σκέλος του ΕΑΜ

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.