ΕΛΑΣ
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /eˈlas/
Ετυμολογία 2
- ΕΛΑΣ < Εθνικός ΛΑϊκός Σχηματισμός
Ετυμολογία 3
- ΕΛΑΣ < Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός
Συντομομορφή
ΕΛΑΣ αρσενικό άκλιτο ακρωνύμιο
-
ΕΛΑΣ στη Βικιπαίδεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.