Δον Ζουάν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Κύριο όνομα
Δον Ζουάν αρσενικό άκλιτο
- ανδρικό όνομα, φανταστικός γυναικοκατακτητής ήρωας του θεάτρου, όπερας, κινηματογράφου κ.λπ.
- (μετωνυμία) δονζουάν, γυναικοκατακτητής
Συγγενικά
- δονζουάν
- δονζουανικός
- δονζουανισμός
- → δείτε τις λέξεις δον και Ιωάννης
-
Δον Ζουάν στη Βικιπαίδεια

Αναφορές
- δονζουανισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.