Γκοριτσά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Γκοριτσά | ||
| γενική | της | Γκοριτσάς | ||
| αιτιατική | την | Γκοριτσά | ||
| κλητική | Γκοριτσά | |||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.