Γκικοπούλη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Γκικοπούλη < γενική ενικού του αρσενικού Γκικοπούλης
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Gkikopouli
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Γκικοπούλη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Γκικοπούλης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.