Βοσπορανοί

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Βοσπορανοί
      γενική τῶν Βοσπορανῶν
      δοτική τοῖς Βοσπορανοῖς
    αιτιατική τοὺς Βοσπορανούς
     κλητική ! Βοσπορανοί
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Βοσπορανοί < πληθυντικός αριθμός του Βοσπορανός < Βόσπορ(ος) + -ανός

Ουσιαστικό

Βοσπορανοί αρσενικό στον πληθυντικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.