Βαρμπομπίτη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Βαρμπομπίτη < γενική ενικού του αρσενικού Βαρμπομπίτης
- Βαρμπομπίτου
Μεταγραφές
- λατινικοί χαρακτήρες: Varmpompiti
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Βαρμπομπίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Βαρμπομπίτης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.